ακόκαλος

ακόκαλος
-η, -ο [κόκαλο]
1. αυτός που δεν έχει κόκαλα
2. (για ζώα) αυτός που δεν έχει σπονδυλική στήλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακόκαλος — η, ο αυτός που δεν έχει κόκαλα: Το χταπόδι είναι ακόκαλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”